-
1 привилегия
привилегия ж το προνόμιο' давать \привилегияи δίνω προνόμια* * *жτο προνόμιοдава́ть привиле́гии — δίνω προνόμια
-
2 привилегия
привилегияж τό προνόμιο[ν]:давать \привилегияи δίνω προνόμια. -
3 προνόμιο(ν)
-
4 προνόμιο(ν)
См. также в других словарях:
αργυραμοιβός — Εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή ξένων νομισμάτων με το νόμισμα της χώρας του ή με την ανταλλαγή νομισμάτων διαφορετικών τόπων και κερδίζει από τη διαφορά που προκύπτει από τη σχετική πράξη. To επάγγελμα του α. είναι… … Dictionary of Greek